- προμαλακτήριον
- προμαλακτήριονthe room in whichneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμαλακτήριον — τὸ, Α (σχετικά με δημόσιο λουτρό) δωμάτιο όπου οι λουόμενοι έκαναν μαλάξεις πριν από το λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προμαλάσσω + επίθημα τήριον (πρβλ. προμυκ τήριον)] … Dictionary of Greek
προμαλακτήρια — προμαλακτήριον the room in which neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμάλακτον — τὸ, Α το προμαλακτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαλακτός (< μαλάσσω)] … Dictionary of Greek